- ωρεόλη
- η, Νφρ. «ωρεόλη επαφής»(πετρογρ.) ζώνη που σχηματίζεται γύρω από τη διείσδυση ενός εκρηξιγενούς σώματος και στην οποία έχει λάβει χώρα μεταμόρφωση επαφής.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. νεολατ. aureole < λατ. aureolus, -a, -um «χρυσός»].
Dictionary of Greek. 2013.